στρουθιόμορφα

στρουθιόμορφα
Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9-11 πρωτεύοντα κωπαία φτερά· στα περισσότερα σ. η ουρά είναι εφοδιασμένη με 12 πηδαλιώδη. Τα κάτω άκρα, ιδιαίτερα προσαρμοσμένα για να πιάνονται στα μικρά κλαδιά, έχουν 4 δάχτυλα, 3 από τα οποία είναι στραμμένα μπροστά, αλλά όλα στο ίδιο επίπεδο· το νύχι του μεγάλου δάχτυλου είναι συνήθως πιο αναπτυγμένο από τα άλλα. Τα σ. κατασκευάζουν τη φωλιά τους με μεγάλη φροντίδα, αλλά με αρκετά διαφορετικά σχήματα, ανάλογα με τα είδη· γεννούν συνήθως 4 - 6 αβγά· όταν γεννιούνται, τα μικρά είναι γυμνά, τυφλά και ανίκανα να πετάξουν. Τα σ. έχουν όλα σχεδόν μεγάλη ικανότητα στο πέταγμα. Συνήθως ζουν σε περιοχές με άφθονη βλάστηση· η διατροφή τους είναι ποικιλότατη, ανάλογα με τα γένη. Τα σ., που αποτελούν τα τρία πέμπτα περίπου όλων των σημερινών πτερωτών, είναι διαδομένα σε όλα τα μέρη της γης. Η τόσο ετερογενής αυτή τάξη πουλιών διαιρείται σε τέσσερις υποτάξεις: Ωδικά, που περιλαμβάνουν 54 οικογένειες, μηνούρους, τυράννους και ευρύλαιμους: η τελευταία αποτελείται από μια μόνο οικογένεια.
* * *
τα, Ν
ζωολ. η πολυπληθέστερη τάξη πτηνών, με πιο γνωστά είδη τα σπουργίτια, τις σπίζες, τα χελιδόνια, τα κοτσύφια, τις κουρούνες, τα αηδόνια, τις παπαδίτσες, τους κορυδαλλλούς, τα καναρίνια, τις καρδερίνες κ.ά., τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι οι φωνητικές τους δυνατότητες και η ικανότητά τους να κουρνιάζουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αζουραίος — Στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των μυιοθυριδών ή μουσκικαπιδών. Ζουν κυρίως στην Ασία (Ινδονησία, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη και Φιλιππίνες). Έχουν μικρό μέγεθος και αναγνωρίζονται από το πλατύ τους ράμφος, που είναι σκεπασμένο από μικρές… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • ακροκέφαλος — (acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και… …   Dictionary of Greek

  • καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… …   Dictionary of Greek

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

  • παρδαλωτός — ή, όν, ΝΑ [πάρδαλις] ποικιλόχρωμος, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης νεοελλ. (το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο παρδαλωτός γένος μικρόσωμων ωδικών πουλιών τής οικογένειας oicaeidae τής τάξης στρουθιόμορφα …   Dictionary of Greek

  • πριόνωψ — ο, Ν ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής Αφρικής, νότια τής Σαχάρας, με 9 είδη χαρακτηριζόμενα από ένα λοφίο που πέφτει μπροστά, τα οποία ανήκουν στην τάξη στρουθιόμορφα …   Dictionary of Greek

  • σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και …   Dictionary of Greek

  • σπουργίτης — Κοινό όνομα μεικών παμφάγων στρουθιόμορφων, που ανήκουν όλα σχεδόν στην οικογένεια των Πλοκεϊδών. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρές διαστάσεις, πόδια λεπτά αλλά δυνατά, ράμφος κοντό, κωνικού σχεδόν σχήματος, και χαρακτηρίζονται γενικά από το ζωηρό… …   Dictionary of Greek

  • παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”